τριπλόα

τριπλόα
τριπλόᾱ , τριπλόη
triplicity
fem nom/voc/acc dual
τριπλόᾱ , τριπλόη
triplicity
fem nom/voc sg (doric aeolic)
τριπλόος
triple
neut nom/voc/acc pl (epic doric ionic)
τριπλόᾱ , τριπλόος
triple
fem nom/voc/acc dual (epic doric ionic)
τριπλόᾱ , τριπλόος
triple
fem nom/voc sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μείρομαι — (I) (ΑM μείρομαι) 1. (στον παθ. παρακμ. και υπερσ. ως απρόσ.) εἵμαρται, εἵμαρτο είναι πεπρωμένο, είναι (ήταν) ορισμένο από τη μοίρα («νῡν δὲ με λευγαλέῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι», Ομ. Ιλ.) 2. (το θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ἡ εἱμαρμένη η μοίρα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”